σαρκώσει

σαρκώσει
σάρκωσις
growth of flesh
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
σαρκώσεϊ , σάρκωσις
growth of flesh
fem dat sg (epic)
σάρκωσις
growth of flesh
fem dat sg (attic ionic)
σαρκόω
make fleshy
aor subj act 3rd sg (epic)
σαρκόω
make fleshy
fut ind mid 2nd sg
σαρκόω
make fleshy
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκσαρκώ — ἐκσαρκῶ ( όω) (Α) 1. κάνω κάτι να σχηματίσει σάρκα, να σαρκώσει, να πιάσει κρέας 2. μέσ. (για ελιές) χοντραίνω 3. (αμτβ.) είμαι εύσαρκος, σαρκώδης 4. βγάζω τη σάρκα (βλ. και εκσαρκίζομαι) …   Dictionary of Greek

  • σφηκός — ή, όν, Α 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”